- ἔσκαψαν
- σκάπτωdigaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αμβρακία — I Αρχαία πόλη στον ποταμό Άραχθο, στη θέση της σημερινής Άρτας. Κατά τη μυθολογική παράδοση την είχε ιδρύσει o Άμβραξ, γιος του Θεσπρωτού, ή η Αμβρακία, κόρη του βασιλιά των Δρυόπων. Προστατευόταν με οχυρό τείχος, που είναι άγνωστο πότε χτίστηκε … Dictionary of Greek
ακρότατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο μεγαλύτερος γιος του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη Β’ (4ος αι. π.Χ.). Κλήθηκε στη Σικελία για να αναλάβει την αρχηγία και να διοργανώσει τον αγώνα που έκαναν οι περισσότερες τότε πόλεις της Σικελίας εναντίον του… … Dictionary of Greek
αλάκκιαστος — η, ο (για το έδαφος, τους δρόμους κ.λπ.) 1. αυτός που δεν έχει λάκκους, αλακκούβωτος, αλάκκωτος 2. αυτός στον οποίο δεν έσκαψαν λάκκους (για να φυτέψουν κάτι) 3. που δεν προσφέρεται για λάκκιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *λακκιάζω, πρβλ. μσν.… … Dictionary of Greek
εξορύσσω — (AM ἐξορύσσω και ἐξορύττω) [ορύσσω] 1. σκάβω και βγάζω από τη γη (μεταλλεύματα) 2. βγάζω κάτι από τη θέση του 3. βγάζω τα μάτια, τυφλώνω αρχ. 1. αποκαλύπτω 2. (για φυτά) ξεριζώνω 3. (για νεκρούς) ξεθάβω 4. κατασκευάζω με εκσκαφή («χάρακας… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
κοσίδες — (cossidae). Οικογένεια νυχτόβιων πεταλούδων της τάξης των ετεροπτέρων. Τα φτερά τους σχηματίζουν πρωτόγονες νευρώσεις και φέρουν διάφορα χρώματα. Τα είδη που ζουν στο βόρειο ημισφαίριο έχουν συνήθως καφέ ή τεφρό χρώμα, με παράξενο δικτυωτό σχέδιο … Dictionary of Greek
Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… … Dictionary of Greek
Σκανδιναβικές Άλπεις — Ορεινό σύστημα της Σκανδιναβίας, που διασχίζει το δυτικό τμήμα της χερσονήσου και εκτείνεται κυρίως σε νορβηγικό έδαφος. Οι μεγαλύτερες κορυφές βρίσκονται στο νοτιοδυτικό τμήμα, όπου το συγκρότημα Γιότουνχεϊ υψώνεται με την κορυφή Γκαλντχαίπιγκ… … Dictionary of Greek
λαγουμ(ι)τζής — ο (λ. τουρκ.), αυτός που σκάβει λαγούμια: Οι λαγουμ(ι)τζήδες έσκαψαν μια μεγάλη σήραγγα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαπτικά — σκαπτικά, τα και σκαφτικά, τα δαπάνη για το σκάψιμο, αμοιβή του σκαφτιά: Έσκαψαν μόνοι τους τον κήπο και έτσι γλίτωσαν τα σκαφτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)